- προμνηστίνοι
- -αι, οἱ, αἱ, ΜΑ(επικ. τ.)1. οι αλλεπάλληλοι2. (κατά τον Ησύχ.) «προμνηστῑναι ἐπὶ μίανἀπὸ τοῡ προσμένειν»3. (κατά το λεξ. Σούδα) «προμνηστῑνοικατὰ τάξιν, ἐφεξῆς».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ. *πρόμνηστις < προμνῶμαι «προξενεύω, ζητώ σε γάμο» με επίθημα -ῖνος (πρβλ. ἀγχιστ-ῖνος < ἄγχιστος «κοντινός, συγγενής»). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, πρόκειται για σύνθετο με α' συνθετικό τη λ. προμνός* «έσχατος, τελευταίος» (< πρό) και β' συνθετικό το θέμα -στ- τού ἵστημι (πρβλ]. ἄντηστις, ἔξαστις)].
Dictionary of Greek. 2013.